- Σλάβος
- ο, θηλ. Σλάβα, και παλαιά γρφ. Σλαύος, -α, Ν(κυρίως στον πληθ.) οι Σλάβοιλαός ινδοευρωπαϊκής καταγωγής, το πολυαριθμότερο εθνικό και γλωσσικό σώμα λαών στην Ευρώπη, όπου είναι εγκατεστημένοι κυρίως στην ανατολική, σε μέρος τής κεντρικής Ευρώπης καθώς και στο βόρειο τμήμα τής Βαλκανικής Χερσονήσου, αλλά και στο βόρειο τμήμα τής Ασίας μέχρι τις ακτές τού Ειρηνικού, σύνολο που υποδιαιρείται σε ανατολικούς Σλάβους, δηλαδή κυρίως τους Ρώσους, Ουκρανούς και Λευκορώσους, σε δυτικούς Σλάβους, δηλαδή κυρίως τους Πολωνούς, Τσέχους, Σλοβάκους και Βένδες ή Μοραβούς, και τους νότιους Σλάβους, δηλαδή κυρίως τους Σέρβους, τους Κροάτες και τους Σλοβένους, καθώς και τους Βουλγάρους, επειδή μιλούν σλαβική γλώσσα, μολονότι δεν είναι σλαβικής προέλευσης, και ένα μέρος τού πληθυσμού τής Δημοκρατίας τών Σκοπίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. Σλάβος < σλαβ. Slovenin. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Κ. Σχινά (βλ. και λ. σκλάβος)].
Dictionary of Greek. 2013.